- βεκκεσέληνος
- βεκκεσέληνοςsuperannuatedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βεκκεσέληνος — βεκκεσέλληνος, ον (Α) απαρχαιωμένος, ξεκουτιασμένος, ανόητος. [ΕΤΥΜΟΛ. < βέκος + σελήνη, αν η λ. βέκος* συνδεθεί με την έννοια της αρχαιότητας, ως η πιο αρχαία λ. που επινόησαν οι άνθρωποι] … Dictionary of Greek
βεκκεσέληνον — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc sg βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνου — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσελήνους — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνα — βεκκεσέληνος superannuated neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνε — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βεκκεσέληνοι — βεκκεσέληνος superannuated masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)